- πρόστομον
- πρόστομοςpointedmasc/fem acc sgπρόστομοςpointedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόστομος — ον, Α 1. οξύληκτος, αιχμηρός 2. αυτός που έχει προεξέχοντα χείλη 3. φρ. «πρόστομον ξίφος» κοφτερό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στομος (< στόμα), πρβλ. περί στομος] … Dictionary of Greek